- αγριομάτης
- -ισσα, -ικο και αγριόματος, -η, -οαυτός που έχει άγριο, βλοσυρό ή βάσκανο βλέμμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγριο- + μάτι.ΠΑΡ. αγριοματιά, αγριοματιάζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Αγριομάτης, Κυριάκος — Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από το Κρανίδι της Αργολίδας. Πήρε μέρος στις πολιορκίες της Τρίπολης, του Ναυπλίου και της Κορίνθου και πολέμησε στα Δερβενάκια και στο Νεόκαστρο. Πέθανε το 1865 … Dictionary of Greek
αγριοματιάζω — [αγριομάτης] 1. αγριοκοιτάζω* 2. ματιάζω, βασκαίνω … Dictionary of Greek
αγριοματιά — η [αγριομάτης] το αγριοκοίταγμα* … Dictionary of Greek
αγριοματούσα — η θηλ. τού αγριομάτης* … Dictionary of Greek